οἰρών

οἰρών
οἰρών, ῶνος, ,
A = ἡ χάραξις τῶν ἀρότρων, Eratosth.38 (οἰορών and ἀτρότων cod.), cf. Hdn.Gr.1.35 ; οἱρών· ἡ ἐκ τῆς καταμετρήσεως τῆς γῆς εὐθυωρία, Hsch.; cf. ἰρών.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • οιρών — οἰρών και, κατά τον Ησύχ., οἱρών, ὁ (Α) 1. αυλακιά τού αρότρου 2. (κατά τον Ησύχ.) «ἡ ἐκ τῆς καταμετρήσεως τῆς γῆς εὐθυωρία». [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία άποψη, η λ. συνδέεται με αρχ. ινδ. (sītā «το αυλάκι που αφήνει το άροτρο», sīra… …   Dictionary of Greek

  • οἰρών — masc nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἰρῶνος — οἰρών masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οίμος — οἶμος, ὁ και ἡ και οἷμος, ὁ (Α) 1. δρόμος, οδός, ατραπός («τὸν αὐτὸν οἶμον... πορευόμενοι», Πλάτ.) 2. λωρίδα, γραμμή («δέκα οἴμοι ἔσαν μέλανος κυάνιο, δώδεκα δὲ χρυσοῑο καὶ εἴκοσι κασσιτέροιο», Ομ. Ιλ.) 3. μέρος χώρας, λωρίδα γης, χώρα 4. μτφ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”